- γλίτσα
- και γλίντζα, γλίτζα, η1. λίπος από βρασμένο κρέας, κυρίως χοιρινό, η γλίνα*2. λεκές από λίπος3. λιπαρή και γλιστερή βρομιά4. «γλίτσα τής πέτρας» — το φυτό ροκέλλη η φύκοψις.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθανώς από το κνίσα με τροπή τού -σ- σε -τσ- (πρβλ. σαλαγώ -τσαλαγώ, γλώσσα -γλώτσα). Για την τροπή κν- > γλ- πρβλ. διαλεκτ. γλισάρι < κνισάρι. Κατ' άλλους η λ. γλίτσα < (βουλγ.) glinza, ενώ άλλοι τή συνδέουν με τη γλίνα].
Dictionary of Greek. 2013.